επανορθώσιμος

επανορθώσιμος
-η, -ο
αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. -ιμος που δηλώνει δυνατότητα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επανορθώσιμος — η, ο που μπορεί να επανορθωθεί, ο άξιος για επανόρθωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επανορθωτός — ή, ό [επανορθώνω] επανορθώσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”